- ιαμβειοφαγος
- ἰαμβειοφάγοςἰαμβειο-φάγος(φᾰ) ὅ «пожиратель ямбов», «ямбоед» (насмешливый эпитет Эсхина, который одно время был актером) Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… … Dictionary of Greek
ἰαμβειοφάγος — glutton at iambics masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαμβειογράφος — ἰαμβειογράφος, ὁ (Α) βλ. ιαμβειοφάγος … Dictionary of Greek
ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] … Dictionary of Greek